Σκοτία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκοτία | οι | Σκοτίες |
γενική | της | Σκοτίας | των | (Σκοτιών) |
αιτιατική | τη | Σκοτία | τις | Σκοτίες |
κλητική | Σκοτία | Σκοτίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Σκοτία[1] θηλυκό
- μία από τις τέσσερις χώρες που συγκροτούν το Ηνωμένο Βασίλειο
Άλλες γραφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- Σκότος / Σκώτος
- σκοτικά / σκωτικά
- σκοτικός / σκωτικός
- Σκοτσέζα / Σκωτσέζα
- σκοτσέζικα / σκωτσέζικα
- σκοτσέζικος / σκωτσέζικος
- Σκοτσέζος / Σκωτσέζος
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Σκοτία
- ↑ «σκοτσέζικος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.
- ↑ «Σκωτία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.