Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.ti.ʁik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
satirique satiriques

satirique (fr) αρσενικό ή θηλυκό