Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πειραχτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πειραχτικ
ός
η
πειραχτικ
ή
το
πειραχτικ
ό
γενική
του
πειραχτικ
ού
της
πειραχτικ
ής
του
πειραχτικ
ού
αιτιατική
τον
πειραχτικ
ό
την
πειραχτικ
ή
το
πειραχτικ
ό
κλητική
πειραχτικ
έ
πειραχτικ
ή
πειραχτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πειραχτικ
οί
οι
πειραχτικ
ές
τα
πειραχτικ
ά
γενική
των
πειραχτικ
ών
των
πειραχτικ
ών
των
πειραχτικ
ών
αιτιατική
τους
πειραχτικ
ούς
τις
πειραχτικ
ές
τα
πειραχτικ
ά
κλητική
πειραχτικ
οί
πειραχτικ
ές
πειραχτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πειραχτικός
<
πειράζω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
πειραχτικός, -ή, -ό
άλλη μορφή
του
πειρακτικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πειραχτικός
→
δείτε
τη λέξη
πειρακτικός