Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πειρακτικός η πειρακτική το πειρακτικό
      γενική του πειρακτικού της πειρακτικής του πειρακτικού
    αιτιατική τον πειρακτικό την πειρακτική το πειρακτικό
     κλητική πειρακτικέ πειρακτική πειρακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πειρακτικοί οι πειρακτικές τα πειρακτικά
      γενική των πειρακτικών των πειρακτικών των πειρακτικών
    αιτιατική τους πειρακτικούς τις πειρακτικές τα πειρακτικά
     κλητική πειρακτικοί πειρακτικές πειρακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειρακτικός < πειράζω + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

πειρακτικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία