Δείτε επίσης: κολάρα, Κολλάρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωλάρα οι κωλάρες
      γενική της κωλάρας
    αιτιατική την κωλάρα τις κωλάρες
     κλητική κωλάρα κωλάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλάρα < κώλος + μεγεθυντικό επίθημα -άρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωλάρα θηλυκό

  • μεγάλος κώλος
    Έχει μιά κωλάρα...