κωλάδικο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κωλάδικο | τα | κωλάδικα |
γενική | του | κωλάδικου | των | κωλάδικων |
αιτιατική | το | κωλάδικο | τα | κωλάδικα |
κλητική | κωλάδικο | κωλάδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακωλάδικο ουδέτερο
- (αργκό, χυδαίο) το νυχτερινό κέντρο όπου παίζουν μπουζούκια για τον καλό κόσμο
- ※ Οι μάγκες αποκαλούν κωλάδικα εκείνα τα άνοστα κέντρα διασκεδάσεως, όπου παίζουνν διάφορες βεντέτες του μπουζουκιού. […] Μέσα σε ελάχιστα χρόνια το κωλάδικο επέβη το κατ' εξοχήν κέντρο διασκεδάσεως των κώλων, τουτέστιν των μπουρζουάδων
- Ηλίας Πετρόπουλος, Το Άγιο Χασισάκι [1987]. Αθήνα: Νεφέλη, 2014, σ. 70. ISBN 960-211-103-8.
- → δείτε και τις λέξεις μπουζουκομάγαζο και σκυλάδικο
- ※ Οι μάγκες αποκαλούν κωλάδικα εκείνα τα άνοστα κέντρα διασκεδάσεως, όπου παίζουνν διάφορες βεντέτες του μπουζουκιού. […] Μέσα σε ελάχιστα χρόνια το κωλάδικο επέβη το κατ' εξοχήν κέντρο διασκεδάσεως των κώλων, τουτέστιν των μπουρζουάδων
- (αργκό) μπαρ ή άλλο νυχτερινό κέντρο με γυναίκες που προσφέρουν τη συντροφιά τους με πληρωμή
- (μειωτικό, απαξιωτικό) το αχούρι
- ⮡ άνοιξε κάνα παράθυρο να ξεβρομίσει, στρώσε το κρεβάτι σου και καθάρισε! Κωλάδικο το έκανες εδώ μέσα!
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωλάδικο
|