Ετυμολογία

επεξεργασία
κάνα < κανένα

  Αντωνυμία

επεξεργασία

κάνα

  1. κανένα
  2. (όταν ακολουθείται από το δύο ή το δυο) κανέναν ή καμία
    τον ακολούθησαν κάνα δυο γυναίκες

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία