καμία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμία / καμμία < κἄν + μία < αρχαία ελληνική μία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sem-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μί‐α
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίακαμία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κανείς