κανείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κανείς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κανείς [1] < κἄν (ούτε) + εἷς (ένας)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νείς
- ομόηχο: κανίς
- τονικό παρώνυμο: κάνεις
Αντωνυμία
επεξεργασία
κανείς
- → δείτε τη λέξη κανένας
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κανείς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας