Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κάνεις
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
κανείς
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈka.nis
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
κά‐νεις
τονικά παρώνυμα
:
κανείς
,
κανίς
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
κάνεις
β΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεστώτα
του
κάνω
↪
Τι
κάνεις
;
β΄
πρόσωπο
ενικού
εξαρτημένου τύπου
του
κάνω
να/ας
κάνεις
(ως
β΄
πρόσωπο
ενικού
ενεστώτα
&
αορίστου
)
θα
κάνεις
(ως
β΄
πρόσωπο
ενικού
&
εξακολουθητικού
)