κανίς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κανίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική caniche [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νίς
- ομόηχο: κανείς
- τονικό παρώνυμο: κάνεις
Ουσιαστικό επεξεργασία
κανίς ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) ράτσα μικρόσωμων σκυλιών
- σκυλί αυτής της ράτσας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- κανίς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ κανίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας