αχούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αχούρι | τα | αχούρια |
γενική | του | αχουριού | των | αχουριών |
αιτιατική | το | αχούρι | τα | αχούρια |
κλητική | αχούρι | αχούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααχούρι ουδέτερο
- στάβλος αλόγων ή γαϊδάρων
- Στην κάτοψη του χωριάτικου σπιτιού φαίνεται το αχούρι, η αυλή και τα δωμάτια των ανθρώπων.
- (μεταφορικά) το ακατάστατο σπίτι
- Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς ζεις μέσα σ' αυτό το αχούρι.