pugo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pugo | pugoj |
αιτιατική | pugon | pugojn |
pugo (eo)
- ο πισινός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pugo | pugoj |
αιτιατική | pugon | pugojn |
pugo (eo)