ξεκωλιάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξεκωλιάρης | η | ξεκωλιάρα | το | ξεκωλιάρικο |
γενική | του | ξεκωλιάρη | της | ξεκωλιάρας | του | ξεκωλιάρικου |
αιτιατική | τον | ξεκωλιάρη | την | ξεκωλιάρα | το | ξεκωλιάρικο |
κλητική | ξεκωλιάρη | ξεκωλιάρα | ξεκωλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξεκωλιάρηδες | οι | ξεκωλιάρες | τα | ξεκωλιάρικα |
γενική | των | ξεκωλιάρηδων | — | των | ξεκωλιάρικων | |
αιτιατική | τους | ξεκωλιάρηδες | τις | ξεκωλιάρες | τα | ξεκωλιάρικα |
κλητική | ξεκωλιάρηδες | ξεκωλιάρες | ξεκωλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kse.koˈʎa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐κω‐λιά‐ρης
Επίθετο
επεξεργασίαξεκωλιάρης, -α, -ικο
- (λαϊκότροπο) πολύ τυχερός, συνήθως στο τζόγο
- → δείτε και τη λέξη κωλόφαρδος
- (υβριστικό) ο παλιάνθρωπος, ο άτιμος, που δεν έχει τσίπα [2]
- → δείτε και το θηλυκό ξεκωλιάρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τυχερός στον τζόγο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ξεκωλιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ξεκωλιάρης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)