Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ξεκωλιάρα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ξεκωλιάρης
  2. (υβριστικό) γυναίκα με πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους