Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισόκωλο τα ισόκωλα
      γενική του ισοκώλου
ισόκωλου
των ισοκώλων
    αιτιατική το ισόκωλο τα ισόκωλα
     κλητική ισόκωλο ισόκωλα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ισόκωλο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσόκωλον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αρχαία ελληνική ἰσόκωλος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ισό- + κώλο(ν)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈso.ko.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐σό‐κω‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ισόκωλο ουδέτερο

  • (σχήμα λόγου, γραμματική) ρητορικό σχήμα που χαρακτηρίζεται από την χρήση κώλων, ή ημιπεριόδων με ίσον αριθμό συλλαβών εντός μιας περιόδου
    ※  Ισόκωλο ή πάρισο λέμε ότι υπάρχει, όταν σε μία περίοδο πεζού λόγου διαπιστώνουμε αλλεπάλληλα ίσα κώλα (ημιπεριόδους ίσων περίπου συλλαβών). Με το σχήμα αυτό ο λόγος οδεύει ρυθμικά-πράγμα που προσελκύει καλύτερα την προσοχή του αναγνώστη ή του ακροατή. Το σχήμα αυτό εκμεταλεύεται με μεγάλη δεξιοτεχνία ο Γοργίας (βλ. Lesky, Ιστορ. Αρχ. Ελλ. Λογοτεχνίας, σ. 502). που προσπάθησε με πάρισα και ομοιοτέλευτα καθώς και με άλλα ηχητικά μέσα να σπάσει τα σύνορα ανάμεσα στον πεζό λόγο και την ποίηση. (Γεράσιμος Αν. Μαρκαντωνάτος. 1985. Επίτομο λεξικό λογοτεχνικών όρων σελ. 111 @anemi)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία