ημιπερίοδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ημιπερίοδος < ημι- + περίοδος (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική semicolon
- ημιπερίοδος < ημι- + περίοδος[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
ημιπερίοδος θηλυκό
- (γραμματική) τμήμα λόγου, υποτμήμα της περιόδου, αποτελούμενο από μία ή πιο πολλές προτάσεις, που λήγουν σε άνω τελεία
- περίοδος πανεπιστημιακών εξετάσεων με δικαίωμα εξέτασης σε περιορισμένο αριθμό μαθημάτων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ημιπερίοδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας