Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άνω τελεία οι άνω τελείες
      γενική της άνω τελείας των ανω τελειών
    αιτιατική την άνω τελεία τις άνω τελείες
     κλητική άνω τελεία άνω τελείες
Γράφεται ως προπαροξύτονο αλλά προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άνω τελεία < άνω & τελεία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

άνω τελεία θηλυκό

  • το σημείο στίξης που χρησιμοποιείται για να διαχωρίσει δύο προτάσεις μέσα σε μία πρόταση, δηλώνει μικρότερη διακοπή από ό,τι η τελεία και συμβολίζεται με · (U+0387 στο Unicode)

Εκφράσεις επεξεργασία

  • βάζω μια άνω τελεία: στον προφορικό λόγο, για να δείξει μια προσωρινή διακοπή της συζήτησης

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • σε άλλες γλώσσες για τη σημείωση της αντίστοιχης στίξης χρησιμοποιείται το ελληνικό ερωτηματικό (;)

  Μεταφράσεις επεξεργασία