↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκωλος η άκωλη το άκωλο
      γενική του άκωλου της άκωλης του άκωλου
    αιτιατική τον άκωλο την άκωλη το άκωλο
     κλητική άκωλε άκωλη άκωλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκωλοι οι άκωλες τα άκωλα
      γενική των άκωλων των άκωλων των άκωλων
    αιτιατική τους άκωλους τις άκωλες τα άκωλα
     κλητική άκωλοι άκωλες άκωλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
1,2,3 άκωλος < α- + κώλος
4 άκωλος < α- + κώλον

  Επίθετο

επεξεργασία

άκωλος, -η, -ο

  1. (προφορικό) που έχει μικρό κώλο
  2. που δεν έχει πάτο
     συνώνυμα: άπατος
  3. άβαθος
     συνώνυμα: άπατος, απύθμενος
  4. που δεν έχει κώλα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία