Δείτε επίσης: απατός, άπαυτος, απαυτός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άπατος η άπατη το άπατο
      γενική του άπατου της άπατης του άπατου
    αιτιατική τον άπατο την άπατη το άπατο
     κλητική άπατε άπατη άπατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άπατοι οι άπατες τα άπατα
      γενική των άπατων των άπατων των άπατων
    αιτιατική τους άπατους τις άπατες τα άπατα
     κλητική άπατοι άπατες άπατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άπατος < α- + πάτος

  Επίθετο επεξεργασία

άπατος, -η, -ο

  1. που είναι πολύ βαθύς, δεν φτάνουν τα πόδια σου να τον πατήσεις, αλλά και ακόμα βαθύτερος
     συνώνυμα: απύθμενος, άβυσσος
    Μην πηγαίνεις στα άπατα (στο κολύμπι: εκεί που δεν πατάς)
  2. (μεταφορικά) (νεολογισμός) που χάθηκε, δεν τον αντιλαμβάνεται κανείς
    Το σίριαλ πήγε άπατο (απέτυχε παταγωδώς, δεν το παρακολούθησε κανείς)

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  • άπατα χώματα: λέγονταν κυρίως παλιότερα τα εδάφη όπου δεν ενδείκνυτο να ανεγείρει κάποιος οικοδομή

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία