άπατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άπατος | η | άπατη | το | άπατο |
γενική | του | άπατου | της | άπατης | του | άπατου |
αιτιατική | τον | άπατο | την | άπατη | το | άπατο |
κλητική | άπατε | άπατη | άπατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άπατοι | οι | άπατες | τα | άπατα |
γενική | των | άπατων | των | άπατων | των | άπατων |
αιτιατική | τους | άπατους | τις | άπατες | τα | άπατα |
κλητική | άπατοι | άπατες | άπατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαάπατος, -η, -ο
- που είναι πολύ βαθύς, δεν φτάνουν τα πόδια σου να τον πατήσεις, αλλά και ακόμα βαθύτερος
- (μεταφορικά) (νεολογισμός) που χάθηκε, δεν τον αντιλαμβάνεται κανείς
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- άπατα χώματα: λέγονταν κυρίως παλιότερα τα εδάφη όπου δεν ενδείκνυτο να ανεγείρει κάποιος οικοδομή
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άπατος