άπατα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαάπατα
Μεταφράσεις
επεξεργασία άπατα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαάπατα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άπατος
Δείτε επίσης : απατά, απάτα |
άπατα
|
άπατα