απατός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | απατός | απατή | απατό | |||
γενική | απατού | απατής | απατού | |||
αιτιατική | απατό | απατή | απατό | |||
κλητική | — | — | — | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | απατοί | απατές | απατά | |||
γενική | απατών | απατών | απατών | |||
αιτιατική | απατούς | απατές | απατά | |||
κλητική | — | — | — | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Αντωνυμίες |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απατός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπατός < ἀπαυτός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.paˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐τός
- τονικό παρώνυμο: άπατος
Αντωνυμία επεξεργασία
απατός, -ή, -ό (οριστική αντωνυμία)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απατός
|
Πηγές επεξεργασία
- απατός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας