Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωλοβαράω < κωλο- + βαράω

  Ρήμα επεξεργασία

κωλοβαράω

  1. τεμπελιάζω, είμαι αδρανής
    Έχει τόσες δουλειές να τελειώσει και αυτός κωλοβαράει όλη μέρα
  2. αναβάλλω, καθυστερώ, κωλυσιεργώ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία