↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σφουγγοκωλάριος οι σφουγγοκωλάριοι
      γενική του σφουγγοκωλάριου
σφουγγοκωλαρίου
των σφουγγοκωλάριων
σφουγγοκωλαρίων
    αιτιατική τον σφουγγοκωλάριο τους σφουγγοκωλάριους
σφουγγοκωλαρίους
     κλητική σφουγγοκωλάριε σφουγγοκωλάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφουγγοκωλάριος < σφουγγ(ίζω) (< αρχαία ελληνική σφόγγος, σπόγγος) + -ο- + κώλ(ος) + -άριος (<λατινικά -arius), σκωπτική αναφορά σε βυζαντινούς τίτλους αξιωματούχων όπως σπαθάριος.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sfuŋ.ɡo.koˈla.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφουγ‐γο‐κω‐λά‐ρι‐ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σφουγγοκωλάριος αρσενικό [2]

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. σφουγγοκωλάριοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)