τσιράκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιράκι | τα | τσιράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | τσιράκι | τα | τσιράκια |
κλητική | τσιράκι | τσιράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡siˈɾa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐ρά‐κι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τσιράκι ουδέτερο
- (μειωτικό) ακόλουθος κάποιου ανώτερου που προσφέρει υπηρεσίες με ανταλλάγματα
- ≈ συνώνυμα: τσανακογλείφτης, δεξί χέρι, → δείτε επίσης λακές και μπράβος
- (παρωχημένο) μαθητευόμενος τεχνίτης
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- τσιράκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τσιράκι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014