Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιράκι τα τσιράκια
      γενική
    αιτιατική το τσιράκι τα τσιράκια
     κλητική τσιράκι τσιράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιράκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική چراق (çerag, çirag, μαθητευόμενος) (τουρκική çırak) / چراغ (çırak, λάμπα, κερί, μέντορας) (çirağ (λάμπα, κερί)) + < περσική چراغ (čerâğ, čarâğ, λάμπα, φως)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐ρά‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιράκι ουδέτερο

  1. (μειωτικό) ακόλουθος κάποιου ανώτερου που προσφέρει υπηρεσίες με ανταλλάγματα
     συνώνυμα: τσανακογλείφτης, δεξί χέρι, → δείτε επίσης λακές και μπράβος
  2. (παρωχημένο) μαθητευόμενος τεχνίτης
     συνώνυμα: κάλφας, μαθητούδι, μαστορόπουλο, κοπέλι, παραγιός, παραπαίδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία