κοπέλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοπέλι | τα | κοπέλια |
γενική | του | κοπελιού | των | κοπελιών |
αιτιατική | το | κοπέλι | τα | κοπέλια |
κλητική | κοπέλι | κοπέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοπέλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπέλιν < υποκοριστικό του κόπελος < αλβανική kopil (υπηρέτης, δούλος)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈpe.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐πέ‐λι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπέλι ουδέτερο
- (κρητικά, λαϊκότροπο) αγόρι, νεαρός άντρας
- «τ' αγαπάω το κοπέλι / κι ας με κάνει ό,τι θέλει» (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)
- → δείτε (θηλυκό κοπελιά)
- (λαϊκότροπο) μαθητευόμενος σε μια τέχνη ή εργασία
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ κοπέλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας