↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπελιά οι κοπελιές
      γενική της κοπελιάς των κοπελιών
    αιτιατική την κοπελιά τις κοπελιές
     κλητική κοπελιά κοπελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπελιά < κοπέλ(ι) + -ιά

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπελιά θηλυκό

  1. η κοπέλα
  2. προσφώνηση σε άτομα του γυναικείου φύλου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία