κοπελάρι
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
Κρητικά (el-crt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοπελάρι ουδέτερο (θηλυκό κοπελιάρι)
- (κρητικά) υποκοριστικό του κοπέλι
Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό. |
κοπελάρι ουδέτερο (θηλυκό κοπελιάρι)