Χρειάζεται παραπομπή σε λεξικό.


  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπελιάρι < κοπελιά + -άρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπελιάρι ουδέτερο (αρσενικό κοπελάρι)

  1. (κρητικά) υποκοριστικό του κοπελιά