kopil
Αλβανικά (sq) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kopil < νοτιοσλαβικής προέλευσης *kopylŭ «βλαστάρι, νόθο τέκνο»
Ουσιαστικό επεξεργασία
kopil (sq) αρσενικό (οριστικός τύπος: kopili) (πληθυντικός kopilë)
- νόθος, εξώγαμος
- υπηρέτης (για βαριές δουλειές)
- κοπέλι
- (μεταφορικά) πονηρός, έξυπνος
- (μεταφορικά) ύπουλος
επεξεργασία
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη κοπέλι