τέκνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τέκνο | τα | τέκνα |
γενική | του | τέκνου | των | τέκνων |
αιτιατική | το | τέκνο | τα | τέκνα |
κλητική | τέκνο | τέκνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τέκνο < αρχαία ελληνική τέκνον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tek-
- τέκνο < αγγλική techno < technology < αρχαία ελληνική τεχνολογία (αντιδάνειο) < τέχνη + -λογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατέκνο ουδέτερο
- (λόγιο)
- παιδί
- (μεταφορικά) δημιούργημα
- δήλωση ότι κάποιος κατάγεται από κάποιον τόπο
- Η Σίφνος τιμά το τέκνο της, Νικόλαο Τσελεμεντέ. (*)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα σφάλματα των προγόνων ή των προηγουμένων βασανίζουν τους επιγόνους ή τους επόμενους
- κι εσύ, τέκνον Βρούτε; για προδοτική συμπεριφορά φίλου ή συνεργάτη
Ουσιαστικό
επεξεργασίατέκνο ουδέτερο άκλιτο
- (μουσική) είδος ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής
Μεταφράσεις
επεξεργασία απόγονος