Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τεκνο-
ονομαστική τὸ τέκνον τὰ τέκν
      γενική τοῦ τέκνου τῶν τέκνων
      δοτική τῷ τέκν τοῖς τέκνοις
    αιτιατική τὸ τέκνον τὰ τέκν
     κλητική ! τέκνον τέκν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέκνω
γεν-δοτ τοῖν  τέκνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τέκνον, ήδη ομηρικό < θέμα τεκ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tek- (γεννάω, τίκτω) + -νο(ν). Το θέμα τεκ-, όπως και στον αόριστο β' ἔ‑τεκ‑ον του τίκτω).[1] Για τα συγγενή, δείτε *tek-.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τέκνον ουδέτερο

  1. τέκνο, παιδί
  2. απόγονος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία