Spross
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Spross | die | Sprosse |
γενική | des | Sprosses | der | Sprosse |
δοτική | dem | Spross Sprosse |
den | Sprossen |
αιτιατική | den | Spross | die | Sprosse |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαSpross (de)
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Spross < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαSpross αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]