technology
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
technology | technologies |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtechnology (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τεχνολογία
- ↪ This car is a perfect combination of advanced technology and low pricing.
- Αυτό το αυτοκίνητο είναι ένας τέλειος συνδυασμός προηγμένης τεχνολογίας και χαμηλής τιμής.
- ↪ This car is a perfect combination of advanced technology and low pricing.