τεκνό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τεκνό | τα | τεκνά |
γενική | του | τεκνού | των | τεκνών |
αιτιατική | το | τεκνό | τα | τεκνά |
κλητική | τεκνό | τεκνά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τεκνό < (τσιγγάνικη λέξη) tikno (μικρό)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- τεκνό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας