Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεκνατζού οι τεκνατζούδες
      γενική της τεκνατζούς των τεκνατζούδων
    αιτιατική την τεκνατζού τις τεκνατζούδες
     κλητική τεκνατζού τεκνατζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τεκνατζού < τεκν(ό) + -ατζού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.knaˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐κνα‐τζού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τεκνατζού θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία