τεκνατζού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /te.knaˈd͡zu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐κνα‐τζού
Ουσιαστικό επεξεργασία
τεκνατζού θηλυκό
- (αργκό, λαϊκότροπο) γυναίκα που θέλει να έχει σεξουαλικές ή ερωτικές σχέσεις με νεαρούς, πιο μικρούς απ’ αυτήν, στην ηλικία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τέκνο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τεκνατζού
|
Πηγές επεξεργασία
- τεκνατζού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τεκνατζού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)