τσιγγάνικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιγγάνικος <τσιγγάνος
Επίθετο
επεξεργασίατσιγγάνικος -η -ο
- ο σχετικός με τους τσιγγάνους
- ο χαρακτηριστικός των τσιγγάνων
- γύφτικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσιγγάνικος
|
τσιγγάνικος -η -ο
|