↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γύφτικος η γύφτικη το γύφτικο
      γενική του γύφτικου της γύφτικης του γύφτικου
    αιτιατική τον γύφτικο τη γύφτικη το γύφτικο
     κλητική γύφτικε γύφτικη γύφτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γύφτικοι οι γύφτικες τα γύφτικα
      γενική των γύφτικων των γύφτικων των γύφτικων
    αιτιατική τους γύφτικους τις γύφτικες τα γύφτικα
     κλητική γύφτικοι γύφτικες γύφτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γύφτικος < μεσαιωνική ελληνική γύφτικος < γύφτ(ος) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʝi.fti.kos/

  Επίθετο

επεξεργασία

γύφτικος, -η, -ο

  1. που έχει σχέση με γύφτο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) βρόμικος και ελεεινός
  3. (ουσιαστικοποιημένο, καθομιλουμένη) τα γύφτικα: ο γύφτικος μαχαλάς, περιοχή όπου διαμένουν γύφτοι
  4. (ουσιαστικοποιημένο, λαϊκό, παρωχημένο) το γύφτικο: το σιδεράδικο

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι: καμαρώνω σε υπερβολικό βαθμό
     συνώνυμα: κορδώνομαι
  2. κάτι τρέχει στα γύφτικα: δεν μ’ ενδιαφέρει πολύ

  Μεταφράσεις

επεξεργασία