γύφτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γύφτικος | η | γύφτικη | το | γύφτικο |
γενική | του | γύφτικου | της | γύφτικης | του | γύφτικου |
αιτιατική | τον | γύφτικο | τη | γύφτικη | το | γύφτικο |
κλητική | γύφτικε | γύφτικη | γύφτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γύφτικοι | οι | γύφτικες | τα | γύφτικα |
γενική | των | γύφτικων | των | γύφτικων | των | γύφτικων |
αιτιατική | τους | γύφτικους | τις | γύφτικες | τα | γύφτικα |
κλητική | γύφτικοι | γύφτικες | γύφτικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γύφτικος < μεσαιωνική ελληνική γύφτικος < γύφτ(ος) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝi.fti.kos/
Επίθετο επεξεργασία
γύφτικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με γύφτο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (μεταφορικά, μειωτικό) βρόμικος και ελεεινός
- (ουσιαστικοποιημένο, καθομιλουμένη) τα γύφτικα: ο γύφτικος μαχαλάς, περιοχή όπου διαμένουν γύφτοι
- (ουσιαστικοποιημένο, λαϊκό, παρωχημένο) το γύφτικο: το σιδεράδικο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γύφτος
Εκφράσεις επεξεργασία
- καμαρώνω σαν γύφτικο σκεπάρνι: καμαρώνω σε υπερβολικό βαθμό
- κάτι τρέχει στα γύφτικα: δεν μ’ ενδιαφέρει πολύ