παραπαίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραπαίδι | τα | παραπαίδια |
γενική | του | παραπαιδιού | των | παραπαιδιών |
αιτιατική | το | παραπαίδι | τα | παραπαίδια |
κλητική | παραπαίδι | παραπαίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾaˈpe.ði/
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραπαίδι ουδέτερο
- (παρωχημένο) το παιδί που το έχουν υιοθετήσει
- ≈ συνώνυμα: θετό, υιοθετημένο
- παιδί που βοηθάει στις δουλειές
- (κατ’ επέκταση) παρατημένο ή παραμελημένο παιδί