Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρακόρη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παρακόρ
η
οι
παρακόρ
ες
γενική
της
παρακόρ
ης
των
παρακορ
ών
αιτιατική
την
παρακόρ
η
τις
παρακόρ
ες
κλητική
παρακόρ
η
παρακόρ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρακόρη
<
παρα-
+
κόρη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παρακόρη
θηλυκό
ψυχοκόρη
, κορίτσι που μένει σε μια οικογένεια δουλεύοντας ως
υπηρέτρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρακόρη
γαλλικά
:
servante
(fr)
,
bonne
(fr)