παραπαιδεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.peˈði.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐παι‐δεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραπαιδεία θηλυκό
- (νεολογισμός, μειωτικό) η συμπληρωματική παιδεία που παρέχεται από ιδιώτες φροντιστές