Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραγιός οι παραγιοί
      γενική του παραγιού των παραγιών
    αιτιατική τον παραγιό τους παραγιούς
     κλητική παραγιέ παραγιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγιός < παρά + γιος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραγιός αρσενικό (όχι ιδιαίτερα δόκιμο στον πληθυντικό)

  1. νεαρό άτομο που μαθαίνει κάποια τέχνη ή επάγγελμα δουλεύοντας σε κάποιον τεχνίτη ή καταστηματάρχη
  2. υπηρέτης ή βοηθός επαγγελματία
  3. θετός γιος, ψυχογιός, επίσημα ή ανεπίσημα υιοθετημένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία