παραγιός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | παραγιός | οι | παραγιοί |
γενική | του | παραγιού | των | παραγιών |
αιτιατική | τον | παραγιό | τους | παραγιούς |
κλητική | παραγιέ | παραγιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παραγιός αρσενικό (όχι ιδιαίτερα δόκιμο στον πληθυντικό)
- νεαρό άτομο που μαθαίνει κάποια τέχνη ή επάγγελμα δουλεύοντας σε κάποιον τεχνίτη ή καταστηματάρχη
- υπηρέτης ή βοηθός επαγγελματία
- θετός γιος, ψυχογιός, επίσημα ή ανεπίσημα υιοθετημένος