↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαστορόπουλο τα μαστορόπουλα
      γενική του μαστορόπουλου των μαστορόπουλων
    αιτιατική το μαστορόπουλο τα μαστορόπουλα
     κλητική μαστορόπουλο μαστορόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαστορόπουλο < μαστορόπουλλον στην καθαρεύουσα < μάστορας -όπουλο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαστορόπουλο ουδέτερο

  1. το μαστοράκι, ο μαθητευόμενος μάστορας, ο νεαρός που μαθαίνει μια τέχνη
  2. ο γιός του μάστορα
  3. (παρωχημένο) ο μαθητευόμενος μάστορας, το τσιράκι του μάστορα που δενόταν με συμβόλαιο να υπηρετεί δουλικά έως ότου τελειώσει η μαθητεία του και που σχεδόν ποτέ δεν έφτανε το βαθμό του μάστορα, αφου η συγκεκριμένη ιδιότητα ήταν για αιώνες κληρονομική και οι μάστορες είχαν πολύ κλειστή συντεχνία, την μαστορεία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία