Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαστορεία οι μαστορείες
      γενική της μαστορείας των μαστορειών
    αιτιατική τη μαστορεία τις μαστορείες
     κλητική μαστορεία μαστορείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαστορεία < απόδοση της καθαρεύουσας για την γαλλική maitrise (τότε maîtrise)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαστορεία θηλυκό (της μαστορείας, αι μαστορείαι, των μαστορειών) και μαστορία τον μεσαίωνα

  1. (παρωχημένο) η συντεχνία των μαστόρων κατά το μεσαίωνα και μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, με αυστηρό κώδικα εισδοχής και παραμονής (μέρος του οποίου επιβίωσε στον τεκτονισμό)
  2. (παρωχημένο) η ιδιότητα του μάστορα κατά τον μεσαίωνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία