Δείτε επίσης: λάκες, λαϊκές

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λακές οι λακέδες
      γενική του λακέ των λακέδων
    αιτιατική τον λακέ τους λακέδες
     κλητική λακέ λακέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λακές < (άμεσο δάνειο) γαλλική laquais (προφορά /la.kɛ/) + [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /laˈces/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐κές

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λακές αρσενικό

  1. (επάγγελμα) υπηρέτης που φορά στολή
    ※  Ήταν κάποτε ένας ηγεμόνας που τον έτρεμαν όλοι.(...) Μπήκε ένα πρωί, τη συνήθη ώρα, ο αρχιλακές στο υπνοδωμάτιο του ηγεμόνα, αλλά τον βρήκε στο κρεβάτι ασάλευτο, αμίλητο, προπαντός να μη ροχαλίζει και πονηρεύτηκε. (...) Αναζήτησε λοιπόν ο λακές τον δεύτερο στην ιεραρχία γιατρό, ο οποίος βρέθηκε, ήρθε, εξέτασε και αποφάνθηκε: «Νεκρός.» (@enet.gr)
  2. (μεταφορικά) που φέρεται με δουλοπρέπεια, σαν να είναι υπηρέτης
    ※  Και αυτό, γιατί πολλοί θεωρούν ότι η Γαλλία έγινε ο λακές του Ομπάμα, ούσα στο περιθώριο των σκληρών διαπραγματεύσεων σχετικά με την επέμβαση. (@tovima.gr)
     συνώνυμα: δουλοπρεπής

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία