αρχιλακές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.laˈces/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐λα‐κές
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχιλακές αρσενικό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) ο επικεφαλής των λακέδων
- ※ Ήταν κάποτε ένας ηγεμόνας που τον έτρεμαν όλοι.(...) Μπήκε ένα πρωί, τη συνήθη ώρα, ο αρχιλακές στο υπνοδωμάτιο του ηγεμόνα, αλλά τον βρήκε στο κρεβάτι ασάλευτο, αμίλητο, προπαντός να μη ροχαλίζει και πονηρεύτηκε. (...) Αναζήτησε λοιπόν ο λακές τον δεύτερο στην ιεραρχία γιατρό, ο οποίος βρέθηκε, ήρθε, εξέτασε και αποφάνθηκε: «Νεκρός.» (* εφημερίδα enet.gr)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιλακές
|