Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυλόδουλος
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
πτώση
ενικός
ονομαστική
αυλόδουλ
ος
αυλόδουλ
η
αυλόδουλ
ο
γενική
αυλόδουλ
ου
αυλόδουλ
ης
αυλόδουλ
ου
αιτιατική
αυλόδουλ
ο
αυλόδουλ
η
αυλόδουλ
ο
κλητική
αυλόδουλ
ε
αυλόδουλ
η
αυλόδουλ
ο
πτώση
πληθυντικός
ονομαστική
αυλόδουλ
οι
αυλόδουλ
ες
αυλόδουλ
α
γενική
αυλόδουλ
ων
αυλόδουλ
ων
αυλόδουλ
ων
αιτιατική
αυλόδουλ
ους
αυλόδουλ
ες
αυλόδουλ
α
κλητική
αυλόδουλ
οι
αυλόδουλ
ες
αυλόδουλ
α
Ετυμολογία
Επεξεργασία
αυλόδουλος
<
αυλή
+
-ο-
+
δούλος
Επίθετο
Επεξεργασία
αυλόδουλος, -η, -ο
που φέρεται με
δουλοπρέπεια
προς τη βασιλική
αυλή
, το
βασιλιά
ή τους
αυλικούς
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αυλή
και
δούλος
Δείτε επίσης
Επεξεργασία
λακές
αυλοκόλακας
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
αυλόδουλος
αγγλικά
:
lackey
(en)