κωλόπανο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κωλόπανο | τα | κωλόπανα |
γενική | του | κωλόπανου | των | κωλόπανων |
αιτιατική | το | κωλόπανο | τα | κωλόπανα |
κλητική | κωλόπανο | κωλόπανα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κωλόπανο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κωλόπανον. Συγχρονικά ανλύεται σε κωλό- + παν(ί) + -ο
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωλόπανο, ουδέτερο
- υποτιμητικός χαρακτηρισμός για οποιοδήποτε κομμάτι πανί
Μεταφράσεις
επεξεργασία κωλόπανο
|