bum
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbum (en)
- κακός, που είναι χαμηλής ποιότητας
- ⮡ That's the third time he's given me bum advice about the stock market.
- Είναι η τρίτη φορά που μου έχει δώσει κακές συμβουλές για το χρηματιστήριο.
- ⮡ That's the third time he's given me bum advice about the stock market.
- δυσάρεστος, άσχημος (κυρίως για μαστούρα)
- χτυπημένος, για μέρος του σώματος που δεν λειτουργεί καλά, συνήθως λόγω παλιού τραυματισμού
- ⮡ I don't walk much anymore because of my bum leg.
- Δεν περπατάω πολύ πια εξαιτίας του χτυπημένου μου ποδιού.
- ⮡ I don't walk much anymore because of my bum leg.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bum | bums |
- (βρετανική σημασία) ο πισινός
- (ειδικά αμερικανική σημασία) ο αλήτης, η αλήτισσα, άνθρωπος που δεν έχει σπίτι ή δουλειά και που ζητά χρήματα ή φαγητό από άλλους ανθρώπους
- ⮡ He roams around the streets like a bum.
- Γυρίζει στους δρόμους σαν αλήτης.
- ⮡ He roams around the streets like a bum.
- ο αλήτης, η αλήτισσα, τεμπέλης που δεν κάνει τίποτα για άλλους ανθρώπους ή για την κοινωνία
- ⮡ If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
- Αν συναναστρέφεσαι με αλήτες θα καταλήξεις να γίνεις και συ τέτοιος.
- ⮡ If you associate with bums, you’ll end up becoming one yourself.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | bum |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bums |
αόριστος | bummed |
παθητική μετοχή | bummed |
ενεργητική μετοχή | bumming |
bum (en)
- κάνω τράκα, τρακάρω
- ⮡ Can I bum a cigarette off you?
- Να σου κάνω τράκα/τρακάρω ένα τσιγάρο;
- ⮡ Can I bum a cigarette off you?
- λυπώ, απογοητεύω
- ⮡ This news bummed us out a lot.
- Μας λύπησε πολύ αυτή η είδηση.
- ⮡ I was bummed (out) that I didn’t meet him.
- Απογοητεύτηκα που δεν τον συνάντησα.
- ⮡ This news bummed us out a lot.