Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράκα οι τράκες
      γενική της τράκας
    αιτιατική την τράκα τις τράκες
     κλητική τράκα τράκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τράκα < τρακάρω + (αναδρομικός σχηματισμός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾa.ka/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τράκα θηλυκό

  1. (οικείο) τρακάρισμα, σύγκρουση οχημάτων
    έγινε τράκα στη διασταύρωση
  2. (λαϊκότροπο) απόσπαση αγαθού (ή χρηματικού ποσού) μικρής αξίας, χωρίς αντάλλαγμα
    να σου κάνω τράκα ένα τσιγάρο;

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράκα οι τράκες
      γενική της τράκας
    αιτιατική την τράκα τις τράκες
     κλητική τράκα τράκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τράκα < (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾa.ka/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τράκα θηλυκό

  1. ξερός και δυνατός ήχος
  2. εντύπωση, εντυπωσιασμός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία