τράκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράκα | οι | τράκες |
γενική | της | τράκας | — | |
αιτιατική | την | τράκα | τις | τράκες |
κλητική | τράκα | τράκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- τράκα < τρακάρω + -α (αναδρομικός σχηματισμός)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τράκα θηλυκό
- (οικείο) τρακάρισμα, σύγκρουση οχημάτων
- έγινε τράκα στη διασταύρωση
- (λαϊκότροπο) απόσπαση αγαθού (ή χρηματικού ποσού) μικρής αξίας, χωρίς αντάλλαγμα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τράκα
|
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράκα | οι | τράκες |
γενική | της | τράκας | — | |
αιτιατική | την | τράκα | τις | τράκες |
κλητική | τράκα | τράκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- τράκα < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τράκα θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τράκα
|